κληρικοκρατία

κληρικοκρατία
και κληροκρατία, η
βλ. κληρικαλισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κληρικαλισμός — Πολιτική τάση που υποστηρίζει και επιδιώκει την ανάδειξη της Εκκλησίας και του κλήρου σε ηγετική δύναμη της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής μιας χώρας. Ονομάζεται και κληροκρατία. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν τη συμμετοχή του κλήρου στα …   Dictionary of Greek

  • κληροκρατία — η κληρικαλισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κληρικοκρατία] …   Dictionary of Greek

  • παπαδοκρατία — η [παπαδοκρατούμαι] η απόλυτη και καταθλιπτική κυριαρχία τού κλήρου πάνω στον λαό, κληρικοκρατία …   Dictionary of Greek

  • κληροκρατία — κληροκρατία, η και κληρικοκρατία, η πολιτικοκοινωνική κυριαρχία του κλήρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”